Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

Ελφρίντε Γέλινεκ.Η φεμινίστρια και συγγραφέαs.


Συγγραφέας, φεμινίστρια, στρατευμένη μα πάνω από όλα προσηλωμένη στρατιώτης της γραφής.
Μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, μια ασυμβίβαστη γυναίκα, μια ανατρεπτική συγγραφέας ξεδιπλώνεται μέσα από τη συζήτηση με την Κατρίν Λεσέρ στο βιβλίο "Εκ Βαθέων".

Γεννήθηκε πριν 64 χρόνια στη Στυρία της Αυστρίας. Η γενεαλογία της είναι εξαιρετικά πολύπλοκη –όπως συμβαίνει σε πολλές βιεννέζικες οικογένειες - και μαζί με τα παιδικά της χρόνια είναι δυο παράγοντες που έχουν επιδράσει καταλυτικά στην διαμόρφωση του συγγραφικού της έργου. Η οικογένεια της είναι μείγμα εβραϊκό, βαλκανικό και τσέχικο.
Ο πατέρας της Εβραίος, τσέχικης καταγωγής, είχε χάσει τη δουλειά του ως δημόσιος υπάλληλος και γλίτωσε επειδή ήταν χημικός. Απέφυγε τη δίωξη δουλεύοντας σε στρατηγικής σημασίας βιομηχανίες κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Τον «προστάτευε» βέβαια και η μητέρα της η οποία προερχόταν από την καλή αστική τάξη, καθολική στο θρήσκευμα και μία ισχυρή γυναίκα η οποία κυριαρχούσε σε όλη τη ζωή της Γέλινεκ. Η ίδια μιλά για ένα είδος οικογενειακής σχιζοφρένειας ανάμεσα σε ένα άθεο, αριστερά στρατευμένο περιβάλλον και σε μια αστική τάξη καθολικού θρησκεύματος. Αυτή η κατάσταση την ενέπνευσε τελικά παρόλα τα τραύματα που της προκαλούσε.
Ο προπάππους της από την πλευρά του πατέρα της είχε αλλάξει θρήσκευμα. Ήταν εργάτης σε τυπογραφείο και ένας από τους ιδρυτές της αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας. Μετά το θάνατο της μητέρας της ανακάλυψε ότι και η δική της οικογενειακή κατάσταση δεν ήταν πολύ διαφορετική. Ο παππούς της μητέρας της ήταν πλανόδιος Εβραίος έμπορος μεταξιού ο οποίος σταδιακά αναρριχήθηκε στη βαθμίδα του διευθυντή εργοστασίου. Είχε αλλάξει φυσικά το θρήσκευμά του αλλιώς δεν είχε πιθανότητα να γίνει τίποτα.
Ωστόσο πάνω από πενήντα μέλη της οικογένειάς της πέθαναν κατά τη διάρκεια της Σόα ενώ δεν ήταν λίγοι οι συγγενείς της που εξοντώθηκαν εξαιτίας της στράτευσής τους στην επανάσταση του 1848.

Η σχέση της με τη μητέρα της ήταν πολύ διαφορετική από αυτήν με τον πατέρα της. Δεν τον γνώρισε σε μεγάλο βαθμό. Η μητέρα της την κρατούσε σε μια απόσταση αφού ως πολύ καθολική δεν ήθελε να έχει πολλές σχέσεις με «αριστερά αποβράσματα», εννοώντας την οικογένειά του. Ο λόγος όμως δεν ήταν μόνο αυτός. Ο πατέρας της ήταν ψυχασθενής και όταν η ίδια ήταν σε ηλικία που μπορούσε να έλθει πιο κοντά του, ήταν ήδη σε ψυχιατρική κλινική. Παραδέχεται ότι το χάρισμα της γλώσσας της μεταδόθηκε σε μεγάλο βαθμό από την εβραϊκή μεριά του πατέρα της ενώ και ο ίδιος ήταν καλλιεργημένος και προικισμένος με μεγάλο καλλιτεχνικό ταλέντο. Εκείνη που πάντα κυριαρχούσε όμως ήταν η μητέρα της.
Η Γέλινεκ από το νηπιαγωγείο πηγαίνει σε γαλλικό καθολικό σχολείο, άκρως καταναγκαστικό και αυταρχικό.
Το αυστριακό αυταρχικό και θρησκευτικό εκπαιδευτικό σύστημα σε συνδυασμό με την εκπαίδευση στη μουσική και τον εγκλεισμό που της επέβαλε η μητέρα της ήταν όλα τα παιδικά της χρόνια. Ο αυταρχισμός προερχόταν κυρίως από αυτήν. Έκανε κατάχρηση της δύναμης-εξουσίας της, η καλλιτεχνική της φιλοδοξία για την συγγραφέα ήταν υπέρμετρη αλλά όπως λέει η ίδια η Γέλινεκ αυτός ήταν και ένας τρόπος να την ελέγχει η μητέρα της όταν δεν ήταν εκεί.
Παιδικά χρόνια δεν έζησε ποτέ όπως εξομολογείται η συγγραφέας αφού η δωδεκάωρη καθημερινή εκπαίδευσή της δεν της άφηνε καθόλου ελεύθερο χρόνο. Μάθαινε πέντε μουσικά όργανα από την ηλικία των επτά ετών ενώ αργότερα σε αυτά προστέθηκαν η μουσική δωματίου και η ορχήστρα. Η Γέλινεκ παρομοιάζει την κατάσταση αυτή με το οργουελλιανό σύστημα επιτήρησης.
Η ίδια είναι αφοπλιστική « Πιστεύω πως μεγάλο μέρος της δημιουργικότητας μου οφείλεται σε αυτόν τον καταναγκασμό. Καθώς επίσης μεγάλωσα χωρίς τηλεόραση η μόνη διέξοδός μου ήταν η ανάγνωση και η γραφή.»
Ένα από τα δημιουργήματά της, «H Πιανίστρια» είναι το ευρέως γνωστό μυθιστόρημά της, το πιο βιογραφικό αλλά και το λιγότερο αντιπροσωπευτικό της γραφής της όπως λέει. Ένα βίαιο μυθιστόρημα για τις σπαρακτικές σχέσεις που συνδέουν μια μητέρα με την κόρη της. «Η ανάγνωσή του θα πρέπει να ήταν γι αυτήν μια πολύ επώδυνη εμπειρία. Άλλωστε είναι κάτι που μπορώ να το καταλάβω»-λέει για τη μητέρα της.

Μετά το λύκειο εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο στο τμήμα Θεατρολογίας και στο Ωδείο.
Τα φοιτητικά χρόνια μεταξύ 1964-1967 συνοδεύτηκαν από κρίσεις άγχους αφού μετά από τόσα χρόνια εγκλεισμού δεν είχε καμία κοινωνική ζωή και η απότομη ελευθερία της προκάλεσε σοκ. Έτσι έμεινε κλεισμένη περίπου ένα χρόνο στο σπίτι. Τότε ξεκινά να γράφει στα σοβαρά.
Επηρεάζεται από την αμερικάνικη ποίηση όπως του Black Mountain College, του Lawrence Ferlinghetti ή του Tuli Kupfenberg.
«Πρέπει να γράφουμε», αυτός είναι ο τίτλος ενός κειμένου που αφιέρωσε στη μνήμη του Otto Breicha ο οποίος την επηρέασε καταλυτικά. Ήταν ο άνθρωπος ο οποίος την ανακάλυψε και στις λογοτεχνικές επιθεωρήσεις(Protokolle, Muniskripte) που ο ίδιος εξέδιδε ξεκίνησε να δημοσιεύει κείμενά της. Όπως παραδέχεται όμως αυτό που λογοτεχνικά την επηρέασε στον υψηλότερο βαθμό είναι η Ομάδα της Βιέννης με τον Ernst Jandl και την Friederike Mayrocker. Έχει επίσης επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τον ποιητή H.C.Artmann. «Εν ολίγοις, όπως όλοι οι συγγραφείς της γενιάς μου που επέλεξαν την πειραματική λογοτεχνία, χωρίς την Ομάδα της Βιέννης δεν θα ήμαστε τίποτε.»

Η πολιτική της στράτευση έρχεται το 1974, σε μια εποχή που η Άνοιξη της Πράγας είχε συντριβεί. « Θέλαμε να εργαστούμε στη βάση, στους κόλπους του Κόμματος που νομίζαμε ότι μόνο αυτό βρισκόταν στο πλευρό της εργατικής τάξης.» Μετά από είκοσι χρόνια πολιτικής στράτευσης κι αφού πλέον δεν εντάσσεται στο Κόμμα προσθέτει: «Τίποτα δεν έχει χαθεί από τον αντικαπιταλισμό μου, από το μίσος μου για την καταστροφή και την κοινωνική αδικία που γεννήθηκαν από αυτό το σύστημα».
Τη χρονιά που εντάσσεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα Αυστρίαs ξεκινά και μια περίοδος έντονης καλλιτεχνικής δημιουργίας μέχρι και το 1985. Γράφει ραδιοφωνικά θεατρικά κείμενα, λιμπρέτα όπερας, δοκίμια, πρόζα και μεταφράσεις. Αντλεί το υλικό της είτε από πράγματα που έχει διαβάσει, είτε από αληθινές ιστορίες είτε από προσωπικές της εμπειρίες τις οποίες τις μετασχηματίζει δίνοντάς τους μια γενική σημασία.

Μέχρι το 2000 τα δεκαπέντε χρόνια που μεσολαβούν είναι πολύ ταραχώδη, τόσο καλλιτεχνικά όσο και πολιτικά. Λίγο πριν την άνοδο του Waldheim στην προεδρία της Αυστρίας η Γέλινεκ είχε γράψει το θεατρικό έργο Βurgtheater το οποίο για την ίδια σηματοδοτεί μια στροφή. Έβλαψε σημαντικά την υπόληψή της στην Αυστρία.
Το 2000 προσπαθεί να δείξει την αντίθεσή της προς το συντηρητικό καθεστώς της Αυστρίας. Είναι η πρώτη χώρα που επαναφέρει στην εξουσία την Ακροδεξιά όταν συμμαχεί με τη Δεξιά το 2000.Τότε φτάνει στο έσχατο σημείο καλλιτεχνικής ελευθερίας. Απαγορεύει οποιαδήποτε σκηνοθεσία των έργων της στα δημόσια θέατρα. «Είχα δοκιμάσει τα πάντα όσον αφορά τη διαμαρτυρία. Ήταν αναγκαίο να προσφύγω σε ένα τελείως διαφορετικό μέσον».

Το κοινό τη γνώρισε κυρίως το 2004 όταν και τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ από τη Σουηδική Ακαδημία για το έργο της. Ποτέ όμως –όπως λέει- δε θα μπορέσει να εξηγήσει το χάσμα ανάμεσα στην δημοσιογραφική κριτική που την εξόντωνε και στην πανεπιστημιακή αποδοχή της. Ποτέ δε θα μπορέσει να εξηγήσει το γεγονός του ότι ποτέ δεν βοηθήθηκε οικονομικά από το κράτος αλλά συχνά λάμβανε βραβεία. Αντιφάσεις.
Το μεγάλο της παράπονο είναι πως την αντιμετωπίζουν ως κάποια που κάνει προπαγανδιστική τέχνη, που κλαψουρίζει, που οδύρεται. Το βλέμμα όλων είναι στραμμένο εκεί και όχι στον τρόπο που δουλεύει την γλώσσα.
Όταν της απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ επέμεινε στο γεγονός ότι της ήταν αδύνατον να το αποδεχτεί προσωπικά ως «εγώ». Πίστευε πως μαζί της ανταμείβονταν όλες οι γυναίκες και δεν αντέχει στην ιδέα πως δεν θα μάθουμε ποτέ για τόσες άλλες ακριβώς επειδή η γυναίκα δεν έχει το καθεστώς του υποκειμένου που είναι αντρικό προνόμιο.
Είναι μαχητής του φεμινισμού. Αντιπαλεύει με τον τρόπο της την πολιτισμική περιφρόνηση των γυναικών και την αδικία που υφίσταται η εργασία των γυναικών αφού υπόκειται μονάχα σε ανδρικά αξιολογικά κριτήρια.
Πάνω από όλα όμως είναι μια εργάτρια της γραφής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου