Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Ούτε ένα δάκρυ.




Τον λένε Τζαλάατ Χαν. Δουλεύει στην ταβέρνα της Μάντως σ΄ένα χωριό χαμένο μες τα έλατα του Πάρνωνα, τα Τζίτζινα. Οι μόνοι κάτοικοι του χωριού τον αφιλόξενο χειμώνα στο βουνό είναι αυτοί οι δύο.Η Μάντω από τον Πάρνωνα,60 ετών και ο Τζαλάατ από το Αφγανιστάν,16 ετών.

Οι μόνοι στην ταβέρνα ήμαστε εμείς.Ο Τζαλάατ ανάβει το τζάκι, μας σερβίρει και κάθεται μαζί μας.Δεν φαίνεται κάτω από 20 χρονών κι όμως μετά από λίγο μας λέει με ένα ίχνος περηφάνιας πως είναι μόλις 16.Το μόνο που δεν του αρέσει και το δηλώνει εξ αρχής είναι ότι τον φωνάζουν Αλί επειδή είναι πιο εύκολο για τους περαστικούς αλλά πιο δύσπεπτο γι αυτόν.

Ήρθε στην Ελλάδα πριν από ενάμιση χρόνο.Είπε ψέμματα στη μάνα του πως πάει στην αγορά ενώ εκείνος ξεκινούσε για το Ιράν.Τα ΄χε κανονίσει όλα με τον πατέρα του.Πέρασε στην Τουρκία και από εκεί στην Μυτιλήνη έναντι 3000ευρώ.Ένα εκατομμύριο.Τόσο κοστολογείται η κάθε ψυχή που αβέβαιη πληρώνει τον επικείμενο θάνατό της ή το πέρασμα της στη «νέα αρχή».
Μου αφηγείται εκείνη τη νύχτα,εκείνο το κομμάτι του παζλ που ήταν και το πιο επικίνδυνο,το πιο κοντά στον θάνατο.Αρχίζει να μου διηγείται τα γεγονότα με χαμόγελο κάνοντάς με να πλημμυρίσω αμηχανία.Αναρωτιόμουν από που πηγάζει αυτή η δύναμη ώστε να γελά.
Ο λαθρέμπορος σκίζει τη βάρκα αρκετά μέτρα πριν φτάσουν στις ακτές και όσοι επιβαίνουν πέφτουν στη θάλλασσα.Βρέχονται όλα:σώματα,μνήμες,ζωές ως το κόκκαλο.Για τον Τζαλάατ η θάλασσα δεν είναι εχθρός,ξέρει κολύμπι.Η θάλλασσα είναι ο σύμμαχος του για το πέρασμα στην καινούργια,άγνωστη ζωή.Όχι όμως και για τους δυο φίλους του.Γελούσε και μου έλεγε «καπούτ καπούτ» .Με δαγκωμένα χείλη και γεμάτη απορία προσπαθούσα να αποκωδικοποιήσω το γέλιο του.Αμηχανία,άμυνα,προσωρινή ¨νίκη¨ή πραγματική χαρά που ο ίδιος τα κατάφερε;Μπορεί λίγο απ΄όλα,μπορεί τίποτα.Δε θα μάθω ποτέ.Δεν είναι για όλους ίδια η θάλασσα.Κάποιους τους ξεβράζει και κάποιους τους ανασταίνει.

Αφού ήρθε στην Αθήνα κρύφτηκε σ’ ένα φορτηγό κάτω από τσίχλες και μπισκότα.Ταξίδεψε κρυμμένος εκεί ως την Πάτρα και έμαθε να παγώνει την ανάσα του και μένει ακίνητος στους ελέγχους της αστυνομίας.Πέρασε στην Ιταλία-ακόμα κρυμμένος στο φορτηγό με τα μπισκότα.Εκεί όμως τον πιάσανε και γύρισε συνοδεία αστυνομικών στην Πάτρα.Μέχρι το λιμάνι φορούσε τις χειροπέδες.Μετά χαμογελά και μου λέει «τσακ...ελεύθερος πια».Από τότε ζει εδώ με την Μάντω.

Αφού μας περιποιήθηκε και με το παραπάνω,μετά από δυο τρία κραφάκια κρασί τον ρωτάω αν κάθεται συνέχεια εδώ μόνος του στο χωριό.Η απάντησή του είναι σενάριο για cult κινηματογραφική ταινία.Πηγαίνει στα μπουζούκια στην Σπάρτη με τη Μάντω κι ανοίγουνε μπουκάλια.50 ευρώ ο Τζαλάατ, 50 ευρώ η Μάντω,μισά-μισά όπως κι η σκέψη του.Μισή εδώ μισή στο Αφγανιστάν.
Ξαφνικά σοβαρεύει σα να έχει ενοχές που μπορεί να γελά.

Μου δείχνει το κινητό του και χωρίς ίχνος μιδιάσματος, με την ανάσα πιο βαριά μου λέει πως έχει να μιλήσει ένα μήνα με τους δικούς του.Έχει αδυναμία στη μάνα του και τύψεις που τις είπε ψέματα αλλά βουρκωμένος μου εξομολογείται ότι δεν μπορούσε να μείνει.Με μια αγωνία στο πρόσωπό του σα να προσπαθεί να με πείσει ότι δεν φταίει.Σχολείο πήγε τρία χρόνια μόνο γιατί όταν ήταν 9 χρονών το βομβάρδισαν.Είδε τους φίλους του να σκοτώνονται.Παρόλ΄ αυτά, ούτε ένα δάκρυ.Μου λέει πως ξέρει γιατί έχουν πόλεμο.Του είχε εξηγήσει τότε ο πατέρας του.
«Επειδή έχουμε πετρέλεια,η Αμερική θέλει τη χώρα μας όμως δεν είναι σωστό να βομβαρδίζουν τα σχολεία και τα τζαμιά μας» μου λέει με μια αθωότητα παιδιού και με βλέμμα μεγάλου.
Τα σημάδια όμως στην ψυχή του θα είναι πάντα νέα.
Γερνάνε οι πληγές;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου