**********************************************************************************
Monsanto: Φυτρώνει εκεί που δεν την σπέρνουν
Της Ξένιας Π.
Aς ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα,
ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός,
ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας,
ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος,
ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο,
ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο,
ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά.
Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων,
ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη,
παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων
σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό.
Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου.
Και μια και μπήκατε στον κόπο,
ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.
Ζοζέ Σαραμάγκου
To 1998 οι Νew York Times χαρακτήριζαν την αμερικανική εταιρεία Μονσάντο, ως τη Microsoft της βιοτεχνολογίας στη γεωργία. Ήταν η χρονιά εκκίνησης για τις εταιρείες παραγωγής και εμπορίας Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών (ΓΤΟ) στον τομέα της γεωργίας. Ήταν η χρονιά που η Monsanto με μια διαφημιστική καμπάνια ύψους 1,6 εκατομμυρίων δολαρίων επιχείρησε να κάμψει όλες τις αντιδράσεις στην Ευρώπη, και να πείσει ότι η γενετική μηχανική -και κατ' επέκταση οι εφαρμογές της στη γεωργία- είναι η λύση στο παγκόσμιο επισιτιστικό πρόβλημα.
Ήταν η ίδια χρονιά όπου η διαρροή στον Τύπο δεν άφησε τα σχέδια της Πολυμερούς Συμφωνίας για τις Επενδύσεις (ΠΣΕ) να προχωρήσουν. Το σχέδιο έδινε τη δυνατότητα σε πολυεθνικές εταιρίες να μηνύουν και να ζητούν αποζημιώσεις από τα κράτη των οποίων ο πολιτικός προσανατολισμός, η εργατική και περιβαλλοντική νομοθεσία είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των κερδών τους.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, το σχέδιο αυτό επιστρέφει αυστηροποιημένο και εμπλουτισμένο βάζοντας μια σειρά κλάδων δημοσίου ενδιαφέροντος υπό τις επιταγές του ελεύθερου εμπορίου και του ιδιωτικού τομέα.
Η Συμφωνία Διατλαντικής Εμπορικής και Επενδυτικής Συνεργασίας (Trans-Antlantic Trade and Investment Partnership, TTIP) την οποία διαπραγματεύονται από τον Ιούλιο του 2013 οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει ότι η ισχύουσα κρατική νομοθεσία στις δύο πλευρές του Ατλαντικού θα υποταχθεί στους κανόνες των πολυεθνικών και του ελεύθερου εμπορίου, οι οποίοι θα αποκτήσουν την ισχύ νόμου και θα φέρνουν ενώπιον της δικαιοσύνης κάθε κράτος που δεν θα συμμορφώνεται με τους κανόνες που θα ισχύουν στο εσωτερικό της κοινής αγοράς τους. Η Συμφωνία αυτή (ΤΤΙP), oυσιαστικά θα μεταφέρει στην Ευρώπη το ασιατικό της πρότυπο, τη Συμφωνία Συνεργασίας του Ατλαντικού (Τrans-Pacific Partnership, TPP), η οποία βρίσκεται σε φάση έγκρισης από 12 χώρες της περιοχής. Mπορεί να ακούγεται, ή καλύτερα να διαβάζεται, αδιανόητο αλλά ήδη η εφαρμογή εμπορικών συμφωνιών που βρίσκονται σε ισχύ, είναι αποκαλυπτική του τι μέλλει γενέσθαι.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), καταδίκασε πέρυσι τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για την ένδειξη της χώρας προέλευσης στα εισαγόμενα κρέατα και για την απαγόρευση του αρωματισμένου καπνού αφού έκρινε τα μέτρα αυτά προστατευτικά μεν για την υγεία των καταναλωτών, περιοριστικά δε για την κερδοφορία των εταιρειών και τη λειτουργία του ελεύθερου εμπορίου. Ο ΠΟΕ επέβαλε επίσης κυρώσεις εκατομμυρίων ευρώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την άρνησή της να δεχτεί την εισαγωγή γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ). Με τις TTIP και TPP, οι ίδιες οι πολυεθνικές θα μπορούν απευθείας και νομιμοποιημένα να καταδικάζουν με βαριές αποζημιώσεις τα κράτη και άρα τους φορολογούμενους, όταν η νομοθεσία της χώρας θα περιορίζει τα κέρδη τους.
Πρόσφατα χαρακτηριστικά παραδείγματα, η περίπτωση του γίγαντα της καπνοβιομηχανίας Philip Morris, που έχοντας ενοχληθεί λόγω της αντικαπνιστικής νομοθεσίας σε Ουρουγουάη και Αυστραλία έσυρε στα ειδικά δικαστήρια τις δύο χώρες. Ο αμερικάνικος όμιλος Renco εκμεταλλευόμενος την νομοθεσία του ελεύθερου εμπορίου, προσέφυγε εναντίον του Περού που η νομοθεσία του περί περιορισμού των τοξικών εκπομπών αερίων αποτελούσε τροχοπέδη στα «αναπτυξιακά» σχέδια του ομίλου. Η Vattenfall, σουηδική εταιρεία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας διεκδικεί αποζημίωση εκατομμυρίων ευρώ από τη Γερμανία που λόγω εγκατάλειψης της πυρηνικής ενέργειας και του αυστηρού πλαισίου στη χρήση λιθάνθρακα, περιορίζει την εμπορική της εξάπλωση.
Ασφάλεια τροφίμων, προδιαγραφές τοξικότητας , ενέργεια, φυσικοί πόροι, ελευθερία στο διαδίκτυο είναι τομείς ελεγχόμενοι αλλά και λέξεις κενές περιεχομένου εάν δεν μετουσιώνουν το νόημα τους σε χρήμα και κερδοφορία στον ετήσιο ισολογισμό των εταιρειών.Χρησιμοποιώντας την «ανάπτυξη» και την «πρόοδο» ως θέσφατα,ιδιωτικοί πολυεθνικοί κολοσσοί επιβάλλουν το κυρίαρχο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που στρέφεται κατά της ίδιας της ζωής. Στην πραγματικότητα η «ανάπτυξη» μετράει τη μετατροπή της φύσης σε κεφάλαιο και των φυσικών πόρων σε εμπορεύματα.Εγγενές στοιχείο του καπιταλισμού είναι οι κρίσεις που δημιουργεί έτσι ώστε να μπορεί να τις επιλύει ο ίδιος τεχνικά, υποδουλώνοντας και εξαιρώντας πολύ σημαντικά κομμάτια του παγκόσμιου πληθυσμού . Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα. Η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και η ανάγκη αναδόμησής τους κινητοποίησαν πόρους και ανθρώπους πάνω σε αυτή την προοπτική. Η φύση του καπιταλισμού (ειδικότερα στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο του) δηλαδή η μηχανιστική του «ορθολογικότητα», δεν λογαριάζουν ούτε τρόπο ζωής, ούτε συνήθειες, ούτε παραδόσεις.Η ορθολογικότητα του σκοπού υπερέχει αυτή του μέσου και έτσι στο εμπειρικό επίπεδο η ευημερία είναι πλασματική.
Η Moνσάντο είναι ένα εξαιρετικά εύστοχο case study αφού συμπυκνώνει όλα τα χαρακτηριστικά του διεθνισμού του κεφαλαίου, της διαπλοκής με τους κυβερνητικούς αξιωματούχους, της καταστροφής ως ανάπτυξη και της επιθυμίας για παγκόσμιο έλεγχο της τροφής και άρα του παγκόσμιου πληθυσμού. Το ανώτατο στάδιο του νεοφιλελευθερισμού είναι εδώ και μας κλείνει το μάτι.
Ή μάλλον μας φτύνει κατάμουτρα. Με σάλιο τοξικό.
Monsanto
Η Μονσάντο, κολοσσός αμερικανο-ισραηλινών συμφερόντων στον τομέα της βιοτεχνολογίας, αποτελεί την κυρίαρχη δύναμη στην παγκόσμια παραγωγή γενετικά τροποποιημένων σπόρων. Η ιστορία της και η δράση της επιβεβαιώνει αυτό που έλεγε ο Μαρξ για το κεφάλαιο: για την επίτευξη του μέγιστοτ κέρδους, δεν υπάρχει έγκλημα που να μη ριψοκινδυνεύσει να κάνει.
Παραπλανητική διαφήμιση, παραποίηση εγγράφων, δικαστικές διενέξεις, διώξεις δημοσιογράφων και ερευνητών, χαλκευμένες μελέτες, λαθρεμπόριο ΓΤΟ, τρομοκρατία, δωροδοκία, εκβιασμοί, ανακρίσεις, απειλές, βλαβερές δράσεις κατά της ανθρώπινης υγείας, των μικροπαραγωγών, των καταναλωτών, των λαών και του περιβάλλοντος είναι μόνο ένα μέρος του οπλοστασίου που έχει χρησιμοποιήσει με σκοπό τον παγκόσμιο έλεγχο της παραγωγής τροφίμων μέσω των γενικά τροποποιημένων σπόρων. Είναι ίσως η εταιρεία που κατέχει ρεκόρ δικαστικών αγωγών και αντιδράσεων την ίδια στιγμή που τα κέρδη της και η κυριαρχία της ενδυναμώνονται.
Αnniston,Alabama: Ένα παράδειγμα ολοκληρωτικής εξόντωσης
Πριν περάσει στον τομέα της αγροτικής βιοτεχνολογίας, υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες χημικές εταιρείες του 20ου αιώνα.
Το 1935 η Monsanto αγοράζει την Swann Chemical Company, η οποία είχε αναπτύξει την τεχνολογία των πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (PCB). Η Ουάσινγκτον Ποστ αποκαλύπτει με άρθρο της το 2002, μια καταστροφή ανθρώπων και φυσικών πόρων στο Άνιστον της Αλαμπάμα την οποία η εταιρεία αποσιωπούσε για δεκαετίες με την αρωγή της βιομηχανίας δημοσίων σχέσεων στις ΗΠΑ, σε μια προσπάθεια να ανατρέψει τις επιφυλάξεις και τις αντιδράσεις στα προϊόντα της βιοτεχνολογίας και της γενετικής μηχανικής.
«Ο Τέρυ ήταν ο μικρός αδερφός μου. Πέθανε το 1971 από όγκο στον εγκέφαλο, καρκίνο των πνευμόνων, καρδιοπάθεια. Ήταν 16 ετών. Τα τελευταία τρία χρόνια έχασα τους περισσότερους φίλους μου. Πέθαναν από αυτές τις δύσκολες ασθένειες που συνδέονται με τα PCB- καρκίνο, διαβήτη, ηπατίτιδα.»
Ντέιβιντ Μπέικερ( Daviv Baker), πρόεδρος της κοινότητας ενάντια στη μόλυνση(Άνιστον,Αλαμπάμα)
Η Μονσάντο είχε θάψει ποσότητες PCB στην περιοχή του Άνιστον ενώ οι εταιρείες απόχυναν τα PCB στο κανάλι του Σνόοου Κρικ που περνά μέσα από την πόλη. Εσωτερικά έγγραφα της εταιρείας του 1970, διαβαθμισμένα ως «εμπιστευτικά» αναφέρουν προς τους υπεύθυνους πωλήσεων πως «δεν αντέχουμε να χάσουμε ούτε ένα δολάριο πωλήσεων». Άλλα εσωτερικά έγγραφα αποκάλυψαν έρευνες της εταιρείας του 1937 όπου αναφέρεται πως «η έκθεση σε PCB προκαλεί τοξικά αποτελέσματα σε ολόκληρο τον οργανισμό και δερματικά εξανθήματα.» Σε άλλη έρευνα, επιστήμονες έριξαν στο νερό του καναλιού Σνόου Κρικ ψάρια τα οποία πέθανα σε τρία λεπτά. Παρόλα αυτά η εταιρεία προτίμησε να διατηρήσει σιγή ιχθύος για να μη «χάσει ούτε ένα δολάριο πωλήσεων».
Όταν δικηγόροι ανάγκασαν την εταιρεία να απολογηθεί και ζήτησαν δικαίωση, οι Αρχές τάχθηκαν με την Μονσάντο και όχι με τους κατοίκους. Το ποσοστό PCB στον οργανισμό των κατοίκων του Άνιστον αποτελεί καθημερινή ενασχόληση. Ο μέσος όρος των κατοίκων αποτελεί τον μεγαλύτερο παγκοσμίως.
Το λεξιλόγιό τους, η κοινωνική τους δραστηριότητα, η κοινωνική τους δομή περιστρέφεται γύρω από τα PCB. Στη συνέλευση ασθενών του Άνιστον οι κάτοικοι συζητούν για τα δισεκατομμυριοστά PCB στον οργανισμό τους, τις δυσκολίες και τις ιδιομορφίες του καθενός και προσπαθούν να ενημερωθούν για το τι πρέπει να κάνουν. Τα υψηλά ποσοστά PCB στο σώμα των εγκύων είναι υπεύθυνα για γεννήσεις παιδιών με χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, για διαταραχή των σεξουαλικών ορμονών, για μείωση της λειτουργίας του θυρεοειδούς και μια σειρά άλλων συμπτωμάτων. Η περιοχή έχει ερημοποιηθεί, μεγάλο ποσοστό των κατοίκων αναγκάστηκε να μεταναστεύσει ενώ όλη η γύρω περιοχή είναι ολοκληρωτικά κατεστραμμένη και μολυσμένη. Το 2001, 20.000 κάτοικοι του Άνιστον κατέθεσαν 2 μηνύσεις εναντίον της Μονσάντο. Η Μονσάντο και η θυγατρική της, Solutia συμβιβάστηκαν να πληρώσουν 700εκατ. δολάρια για να αποζημιώσουν τα θύματα, να καθαρίσουν την τοποθεσία και να κατασκευάσουν ειδικό νοσοκομείο. Υπό τον αμερικάνικο νόμο είναι σπάνιο στελέχη ή διοικητικοί να θεωρηθούν ποινικώς υπεύθυνοι. Τα αστικά δικαστήρια τους υποχρεώνουν σε χρηματικές αποζημιώσεις οι οποίες δεν αποτελούν παρά κλάσμα των κερδών τους.
Take your poison
Τη δεκαετία του 1960 η Monsanto υπήρξε μία από τις σημαντικότερες εταιρείας παραγωγής του χημικού όπλου Agent Orange (πορτοκαλί παράγοντα: φυτοκτόνο και αποφυλλωτικό, με περιεκτικότητα διοξίνης) που χρησιμοποιήθηκε εκτενώς από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις στον πόλεμο κατά του Βιετνάμ. Σύμφωνα με τις αρχές της χώρας, περίπου 400.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν ή ακρωτηριάστηκαν και 500.000 παιδιά γεννήθηκαν με γενετικές ανωμαλίες, εξαιτίας της χρήσης του.
Μεταξύ και άλλων πειραμάτων που έχουν μεσολαβήσει, το 1994 η εταιρεία παρουσίασε την συνδυαστική αυξητική ορμόνη βοοειδών(rBST). Η Μονσάντο υποσχόταν πως η χορήγηση της ορμόνης σε αγελάδες κάθε δύο εβδομάδες, επρόκειτο να αυξήσει την παραγωγή γάλακτος κατά 20%, παραλείποντας να σημειώσει τις δραματικές αλλαγές που αυτή προκαλεί στις λειτουργίες των ζώων. Από το 2000 η ορμόνη που κυκλοφόρησε η Μονσάντο με την εμπορική ονομασία «Posilac», έχει απαγορευθεί στην Ε.Ε. ενώ μια σειρά ερευνών συνέδεσαν το γάλα «ΒΟΗ» με την πρόκληση του καρκίνου του προστάτη και του στήθους. Στις ΗΠΑ και σε 21 ακόμη χώρες, η χρήση της είναι καθόλα νόμιμη.
Μεταλλαγμένο success story
Δική της εφεύρεση είναι και το παρασιτοκτόνο Roundup (Ράουνταπ, εμπορική ονομασία για το γλυφοσικό οξύ) το οποίο κατέχει ίσως τις περισσότερες πωλήσεις ανά τον κόσμο. Παρά τις δύο καταδικαστικές αποφάσεις για τις διαφημίσεις που υποστήριζαν ότι είναι «βιοδιασπώμενο» και «φιλικό προς το περιβάλλον», το 2009 το 50% των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της Μονσάντο αφορούσαν την γραμμή παραγωγής προϊόντων Ράουνταπ.
Το απαραίτητο συμπλήρωμα του παρασιτοκτόνου της εταιρείας είναι οι μεταλλαγμένοι σπόροι σόγιας που έχουν ειδικά κατασκευαστεί για να αντέχουν στο Ράουνταπ (Roundup-Ready Soybeans, RRS). Σύμφωνα με τη Μονσάντο, η συνδυαστική χρήση των σπόρων με το αντίστοιχο ζιζανιοκτόνο επιτρέπει στους καλλιεργητές να σπείρουν, χωρίς να διατηρήσουν μεγάλες αποστάσεις μεταξύ των φυτών, μεγιστοποιώντας την απόδοση των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Σήμερα στις ΗΠΑ το 90% της καλλιέργειας αραβοσίτου, σόγιας, βαμβακιού, ζαχαρότευτλων και ελαιοκράμβης είναι ανθεκτική στο γλυφοσικό οξύ και επομένως έχει υποστεί γενετική μετάλλαξη.
Η σόγια είναι ένα πιάτο που σερβίρεται κρύο
Στην Ελλάδα η καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων προϊόντων απαγορεύεται βάσει της ελληνικής νομοθεσίας. Ο δούρειος ίππος ωστόσο για την είσοδο της Μονσάντο και άλλων εταιριών βιοτεχνολογίας είναι η εισαγωγή κάθε χρόνο χιλιάδων τόνων μεταλλαγμένης σόγιας.
Η μεταλλαγμένη σόγια χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στην κτηνοτροφία και κυρίως στην εκτροφή πουλερικών και χοιρινών. Λόγω της υψηλής της περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη, που μπορεί να αγγίξει ακόμη και το 40%, γίνεται ανάρπαστη τόσο από κτηνοτρόφους όσο και από μεγάλες εταιρίες παραγωγής ζωικών προϊόντων. Οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και συσκευασία γαλακτοκομικών προϊόντων, καθώς επίσης και εγχώριες εταιρίες πουλερικών, χρησιμοποιούν, σύμφωνα με στοιχεία της Greenpeace , μεταλλαγμένη σόγια αφειδώς στην εκτροφή των ζωοειδών.
Εκτός των προβλημάτων υγείας που μπορεί να προκληθούν από την μεταλλαγμένη σόγια ανοίγει και ο κύκλος των μεταλλαγμένων τροφίμων στην Ελλάδα μέσω του ιδιόμορφου πατροναρίσματος των σπόρων. Η συνέχεια της ιστορίας έχει γραφτεί στις χώρες που ήδη έχουν εναρμονιστεί με τον Codex Alimentarius.
Η ντομάτα δεν είναι εφεύρεση
Η «ανάπτυξη» αρχίζει από τη στιγμή που οι σπόροι μεταλλάσσονται, κατοχυρώνονται ως πνευματικά δικαιώματα της εταιρείας, και κλειδώνουν γενετικά αναγκάζοντας τον πληθυσμό να τους αγοράζει κάθε χρόνο ακριβότερα. Η ολοκλήρωση του σχεδίου παίρνει μορφή με την ανάπτυξη της πιο πρόσφατης τεχνολογίας της Μονσάντο, της λεγόμενης πατέντας «Terminator» (εξολοθρευτή). Αυτή η τεχνική εξασφαλίζει τη «στειρότητα» των σπόρων της σόγιας που εμπορεύεται η εταιρεία.
Η πατέντα «Terminator» είναι αποκαλυπτική για τη στρατηγική των αγροβιομηχανικών κολοσσών. Η εταιρεία προσπαθεί να κατοχυρώσει την πατέντα(κατοχύρωση ευρεσιτεχνίας) μιας σειράς φυτών -αλλά και ζώων - που θα έχουν μονοετή διάρκεια έτσι ώστε να μπορεί να ελέγχει την παγκόσμια παραγωγή. Ακόμη κι αν κάποιος αγοράσει μόνο μια φορά τους σπόρους-εξολοθρευτές δε θα μπορεί να τους χρησιμοποιήσει στην επόμενη σπορά αφού εκ κατασκευής τους είναι μίας χρήσης.
Τα μέσα συντήρησης και οι καλλιέργειες περισσότερων από 1,4 δις ανθρώπων απειλούνται με καταστροφή. Αφενός οι ίδιοι οι παραγωγοί θα έχουν νομικές κυρώσεις, αφετέρου η βλάβη στη γη τους και στην ίδια τη βιοποικιλότητα θα είναι ανεπανόρθωτες.
Εν αρχή ην ο σπόρος
«Αν ελέγχουν τον σπόρο, ελέγχουν την τροφή. Το γνωρίζουν, είναι στρατηγικό. Είναι ισχυρότερο από βόμβες και όπλα. Ο καλύτερος τρόπος να ελέγξεις τον παγκόσμιο πληθυσμό.»
Βαντάνα Σίβα-ινδή ακτιβίστρια κατά της παγκοσμιοποίησης
Τροποποιούν τους σπόρους, φτιάχνοντας υβρίδια ώστε να μην μπορούν να αναπαραχθούν οδηγώντας έτσι ολόκληρες κοινότητες, καλλιεργητές και αγρότες στην εξάρτηση από την εταιρεία και στη εγκατάλειψη της αυτονομίας τους.
Εννέα πολυεθνικές αυτή τη στιγμή ελέγχουν το 90% της αγοράς των σπόρων παγκοσμίως. Τα μεγάλα μονοπώλια σπόρων στην Ινδία , εδώ και πολλά χρόνια πουλούν τους σπόρους αυτούς μαζί με τα υπόλοιπα χημικά προϊόντα που τα συνοδεύουν (λιπάσματα, εντομοκτόνα κ.λπ.). Παρά τις υποσχέσεις της Μονσάντο για βελτίωση της παραγωγικότητας των ινδών αγροτών, η χρήση μεταλλαγμένου σπόρου βαμβακιού επέφερε σύντομα προσβολή των φυτών από άλλες ασθένειες, αναγκάζοντας τους καλλιεργητές να προχωρήσουν άμεσα σε ψεκασμούς. Η υπερχρέωση των ινδών αγροτών, οι οποίοι είχαν πάρει δάνεια από τις τράπεζες για την αγορά των ακριβών και θαυματουργών σπόρων, σε συνδυασμό με την περιορισμένη αποδοτικότητά τους, έχει οδηγήσει στην αυτοκτονία πάνω από 270.000 υπερχρεωμένους αγρότες από το 1995.
Δεν υπάρχει επισιτιστική κυριαρχία χωρίς την κυριαρχία των σπόρων και δεν νοείται ελευθερία τροφίμων χωρίς την ελευθερία των σπόρων. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που χρησιμοποιεί και επιβάλλει το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο είναι ο φασισμός των πολυεθνικών χωρίς σβάστικα, χωρίς εθνικά σύμβολα, χωρίς περιφραγμένα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Φασισμός με μπόλικη επίφαση επιλογής.
Η μη βιώσιμη ανάπτυξη του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου δημιουργεί τη βία της οικολογικής καταστροφής, της φτώχειας, της εξαθλίωσης και των διωγμών ολόκληρων ιθαγενών πληθυσμών, τη βία της εξουσίας του χρήματος μέσω της ιδιοποίησης των φυσικών πόρων της γης. Το να αξιώνει κανείς δικαίωμα ιδιοκτησίας της ίδιας της Ζωής αναδεικνύει την απληστία ενός συστήματος και θέτει για άλλη μια φορά σε αμφισβήτηση τα κίνητρα περί εξάλειψης του υποσιτισμού όταν υπάρχει επιπλέον τροφή ικανή να θρέψει 70% περισσότερων ανθρώπων από τον σημερινό πληθυσμό της Γης.
Αλήθεια, τι γεύση έχει ο καπιταλισμός;
Της Ξένιας Π.
Aς ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα,
ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός,
ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας,
ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος,
ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο,
ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο,
ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά.
Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων,
ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη,
παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων
σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό.
Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου.
Και μια και μπήκατε στον κόπο,
ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.
Ζοζέ Σαραμάγκου
To 1998 οι Νew York Times χαρακτήριζαν την αμερικανική εταιρεία Μονσάντο, ως τη Microsoft της βιοτεχνολογίας στη γεωργία. Ήταν η χρονιά εκκίνησης για τις εταιρείες παραγωγής και εμπορίας Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών (ΓΤΟ) στον τομέα της γεωργίας. Ήταν η χρονιά που η Monsanto με μια διαφημιστική καμπάνια ύψους 1,6 εκατομμυρίων δολαρίων επιχείρησε να κάμψει όλες τις αντιδράσεις στην Ευρώπη, και να πείσει ότι η γενετική μηχανική -και κατ' επέκταση οι εφαρμογές της στη γεωργία- είναι η λύση στο παγκόσμιο επισιτιστικό πρόβλημα.
Ήταν η ίδια χρονιά όπου η διαρροή στον Τύπο δεν άφησε τα σχέδια της Πολυμερούς Συμφωνίας για τις Επενδύσεις (ΠΣΕ) να προχωρήσουν. Το σχέδιο έδινε τη δυνατότητα σε πολυεθνικές εταιρίες να μηνύουν και να ζητούν αποζημιώσεις από τα κράτη των οποίων ο πολιτικός προσανατολισμός, η εργατική και περιβαλλοντική νομοθεσία είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των κερδών τους.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, το σχέδιο αυτό επιστρέφει αυστηροποιημένο και εμπλουτισμένο βάζοντας μια σειρά κλάδων δημοσίου ενδιαφέροντος υπό τις επιταγές του ελεύθερου εμπορίου και του ιδιωτικού τομέα.
Η Συμφωνία Διατλαντικής Εμπορικής και Επενδυτικής Συνεργασίας (Trans-Antlantic Trade and Investment Partnership, TTIP) την οποία διαπραγματεύονται από τον Ιούλιο του 2013 οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει ότι η ισχύουσα κρατική νομοθεσία στις δύο πλευρές του Ατλαντικού θα υποταχθεί στους κανόνες των πολυεθνικών και του ελεύθερου εμπορίου, οι οποίοι θα αποκτήσουν την ισχύ νόμου και θα φέρνουν ενώπιον της δικαιοσύνης κάθε κράτος που δεν θα συμμορφώνεται με τους κανόνες που θα ισχύουν στο εσωτερικό της κοινής αγοράς τους. Η Συμφωνία αυτή (ΤΤΙP), oυσιαστικά θα μεταφέρει στην Ευρώπη το ασιατικό της πρότυπο, τη Συμφωνία Συνεργασίας του Ατλαντικού (Τrans-Pacific Partnership, TPP), η οποία βρίσκεται σε φάση έγκρισης από 12 χώρες της περιοχής. Mπορεί να ακούγεται, ή καλύτερα να διαβάζεται, αδιανόητο αλλά ήδη η εφαρμογή εμπορικών συμφωνιών που βρίσκονται σε ισχύ, είναι αποκαλυπτική του τι μέλλει γενέσθαι.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), καταδίκασε πέρυσι τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για την ένδειξη της χώρας προέλευσης στα εισαγόμενα κρέατα και για την απαγόρευση του αρωματισμένου καπνού αφού έκρινε τα μέτρα αυτά προστατευτικά μεν για την υγεία των καταναλωτών, περιοριστικά δε για την κερδοφορία των εταιρειών και τη λειτουργία του ελεύθερου εμπορίου. Ο ΠΟΕ επέβαλε επίσης κυρώσεις εκατομμυρίων ευρώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την άρνησή της να δεχτεί την εισαγωγή γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ). Με τις TTIP και TPP, οι ίδιες οι πολυεθνικές θα μπορούν απευθείας και νομιμοποιημένα να καταδικάζουν με βαριές αποζημιώσεις τα κράτη και άρα τους φορολογούμενους, όταν η νομοθεσία της χώρας θα περιορίζει τα κέρδη τους.
Πρόσφατα χαρακτηριστικά παραδείγματα, η περίπτωση του γίγαντα της καπνοβιομηχανίας Philip Morris, που έχοντας ενοχληθεί λόγω της αντικαπνιστικής νομοθεσίας σε Ουρουγουάη και Αυστραλία έσυρε στα ειδικά δικαστήρια τις δύο χώρες. Ο αμερικάνικος όμιλος Renco εκμεταλλευόμενος την νομοθεσία του ελεύθερου εμπορίου, προσέφυγε εναντίον του Περού που η νομοθεσία του περί περιορισμού των τοξικών εκπομπών αερίων αποτελούσε τροχοπέδη στα «αναπτυξιακά» σχέδια του ομίλου. Η Vattenfall, σουηδική εταιρεία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας διεκδικεί αποζημίωση εκατομμυρίων ευρώ από τη Γερμανία που λόγω εγκατάλειψης της πυρηνικής ενέργειας και του αυστηρού πλαισίου στη χρήση λιθάνθρακα, περιορίζει την εμπορική της εξάπλωση.
Ασφάλεια τροφίμων, προδιαγραφές τοξικότητας , ενέργεια, φυσικοί πόροι, ελευθερία στο διαδίκτυο είναι τομείς ελεγχόμενοι αλλά και λέξεις κενές περιεχομένου εάν δεν μετουσιώνουν το νόημα τους σε χρήμα και κερδοφορία στον ετήσιο ισολογισμό των εταιρειών.Χρησιμοποιώντας την «ανάπτυξη» και την «πρόοδο» ως θέσφατα,ιδιωτικοί πολυεθνικοί κολοσσοί επιβάλλουν το κυρίαρχο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που στρέφεται κατά της ίδιας της ζωής. Στην πραγματικότητα η «ανάπτυξη» μετράει τη μετατροπή της φύσης σε κεφάλαιο και των φυσικών πόρων σε εμπορεύματα.Εγγενές στοιχείο του καπιταλισμού είναι οι κρίσεις που δημιουργεί έτσι ώστε να μπορεί να τις επιλύει ο ίδιος τεχνικά, υποδουλώνοντας και εξαιρώντας πολύ σημαντικά κομμάτια του παγκόσμιου πληθυσμού . Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα. Η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και η ανάγκη αναδόμησής τους κινητοποίησαν πόρους και ανθρώπους πάνω σε αυτή την προοπτική. Η φύση του καπιταλισμού (ειδικότερα στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο του) δηλαδή η μηχανιστική του «ορθολογικότητα», δεν λογαριάζουν ούτε τρόπο ζωής, ούτε συνήθειες, ούτε παραδόσεις.Η ορθολογικότητα του σκοπού υπερέχει αυτή του μέσου και έτσι στο εμπειρικό επίπεδο η ευημερία είναι πλασματική.
Η Moνσάντο είναι ένα εξαιρετικά εύστοχο case study αφού συμπυκνώνει όλα τα χαρακτηριστικά του διεθνισμού του κεφαλαίου, της διαπλοκής με τους κυβερνητικούς αξιωματούχους, της καταστροφής ως ανάπτυξη και της επιθυμίας για παγκόσμιο έλεγχο της τροφής και άρα του παγκόσμιου πληθυσμού. Το ανώτατο στάδιο του νεοφιλελευθερισμού είναι εδώ και μας κλείνει το μάτι.
Ή μάλλον μας φτύνει κατάμουτρα. Με σάλιο τοξικό.
Monsanto
Η Μονσάντο, κολοσσός αμερικανο-ισραηλινών συμφερόντων στον τομέα της βιοτεχνολογίας, αποτελεί την κυρίαρχη δύναμη στην παγκόσμια παραγωγή γενετικά τροποποιημένων σπόρων. Η ιστορία της και η δράση της επιβεβαιώνει αυτό που έλεγε ο Μαρξ για το κεφάλαιο: για την επίτευξη του μέγιστοτ κέρδους, δεν υπάρχει έγκλημα που να μη ριψοκινδυνεύσει να κάνει.
Παραπλανητική διαφήμιση, παραποίηση εγγράφων, δικαστικές διενέξεις, διώξεις δημοσιογράφων και ερευνητών, χαλκευμένες μελέτες, λαθρεμπόριο ΓΤΟ, τρομοκρατία, δωροδοκία, εκβιασμοί, ανακρίσεις, απειλές, βλαβερές δράσεις κατά της ανθρώπινης υγείας, των μικροπαραγωγών, των καταναλωτών, των λαών και του περιβάλλοντος είναι μόνο ένα μέρος του οπλοστασίου που έχει χρησιμοποιήσει με σκοπό τον παγκόσμιο έλεγχο της παραγωγής τροφίμων μέσω των γενικά τροποποιημένων σπόρων. Είναι ίσως η εταιρεία που κατέχει ρεκόρ δικαστικών αγωγών και αντιδράσεων την ίδια στιγμή που τα κέρδη της και η κυριαρχία της ενδυναμώνονται.
Αnniston,Alabama: Ένα παράδειγμα ολοκληρωτικής εξόντωσης
Πριν περάσει στον τομέα της αγροτικής βιοτεχνολογίας, υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες χημικές εταιρείες του 20ου αιώνα.
Το 1935 η Monsanto αγοράζει την Swann Chemical Company, η οποία είχε αναπτύξει την τεχνολογία των πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (PCB). Η Ουάσινγκτον Ποστ αποκαλύπτει με άρθρο της το 2002, μια καταστροφή ανθρώπων και φυσικών πόρων στο Άνιστον της Αλαμπάμα την οποία η εταιρεία αποσιωπούσε για δεκαετίες με την αρωγή της βιομηχανίας δημοσίων σχέσεων στις ΗΠΑ, σε μια προσπάθεια να ανατρέψει τις επιφυλάξεις και τις αντιδράσεις στα προϊόντα της βιοτεχνολογίας και της γενετικής μηχανικής.
«Ο Τέρυ ήταν ο μικρός αδερφός μου. Πέθανε το 1971 από όγκο στον εγκέφαλο, καρκίνο των πνευμόνων, καρδιοπάθεια. Ήταν 16 ετών. Τα τελευταία τρία χρόνια έχασα τους περισσότερους φίλους μου. Πέθαναν από αυτές τις δύσκολες ασθένειες που συνδέονται με τα PCB- καρκίνο, διαβήτη, ηπατίτιδα.»
Ντέιβιντ Μπέικερ( Daviv Baker), πρόεδρος της κοινότητας ενάντια στη μόλυνση(Άνιστον,Αλαμπάμα)
Η Μονσάντο είχε θάψει ποσότητες PCB στην περιοχή του Άνιστον ενώ οι εταιρείες απόχυναν τα PCB στο κανάλι του Σνόοου Κρικ που περνά μέσα από την πόλη. Εσωτερικά έγγραφα της εταιρείας του 1970, διαβαθμισμένα ως «εμπιστευτικά» αναφέρουν προς τους υπεύθυνους πωλήσεων πως «δεν αντέχουμε να χάσουμε ούτε ένα δολάριο πωλήσεων». Άλλα εσωτερικά έγγραφα αποκάλυψαν έρευνες της εταιρείας του 1937 όπου αναφέρεται πως «η έκθεση σε PCB προκαλεί τοξικά αποτελέσματα σε ολόκληρο τον οργανισμό και δερματικά εξανθήματα.» Σε άλλη έρευνα, επιστήμονες έριξαν στο νερό του καναλιού Σνόου Κρικ ψάρια τα οποία πέθανα σε τρία λεπτά. Παρόλα αυτά η εταιρεία προτίμησε να διατηρήσει σιγή ιχθύος για να μη «χάσει ούτε ένα δολάριο πωλήσεων».
Όταν δικηγόροι ανάγκασαν την εταιρεία να απολογηθεί και ζήτησαν δικαίωση, οι Αρχές τάχθηκαν με την Μονσάντο και όχι με τους κατοίκους. Το ποσοστό PCB στον οργανισμό των κατοίκων του Άνιστον αποτελεί καθημερινή ενασχόληση. Ο μέσος όρος των κατοίκων αποτελεί τον μεγαλύτερο παγκοσμίως.
Το λεξιλόγιό τους, η κοινωνική τους δραστηριότητα, η κοινωνική τους δομή περιστρέφεται γύρω από τα PCB. Στη συνέλευση ασθενών του Άνιστον οι κάτοικοι συζητούν για τα δισεκατομμυριοστά PCB στον οργανισμό τους, τις δυσκολίες και τις ιδιομορφίες του καθενός και προσπαθούν να ενημερωθούν για το τι πρέπει να κάνουν. Τα υψηλά ποσοστά PCB στο σώμα των εγκύων είναι υπεύθυνα για γεννήσεις παιδιών με χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, για διαταραχή των σεξουαλικών ορμονών, για μείωση της λειτουργίας του θυρεοειδούς και μια σειρά άλλων συμπτωμάτων. Η περιοχή έχει ερημοποιηθεί, μεγάλο ποσοστό των κατοίκων αναγκάστηκε να μεταναστεύσει ενώ όλη η γύρω περιοχή είναι ολοκληρωτικά κατεστραμμένη και μολυσμένη. Το 2001, 20.000 κάτοικοι του Άνιστον κατέθεσαν 2 μηνύσεις εναντίον της Μονσάντο. Η Μονσάντο και η θυγατρική της, Solutia συμβιβάστηκαν να πληρώσουν 700εκατ. δολάρια για να αποζημιώσουν τα θύματα, να καθαρίσουν την τοποθεσία και να κατασκευάσουν ειδικό νοσοκομείο. Υπό τον αμερικάνικο νόμο είναι σπάνιο στελέχη ή διοικητικοί να θεωρηθούν ποινικώς υπεύθυνοι. Τα αστικά δικαστήρια τους υποχρεώνουν σε χρηματικές αποζημιώσεις οι οποίες δεν αποτελούν παρά κλάσμα των κερδών τους.
Take your poison
Τη δεκαετία του 1960 η Monsanto υπήρξε μία από τις σημαντικότερες εταιρείας παραγωγής του χημικού όπλου Agent Orange (πορτοκαλί παράγοντα: φυτοκτόνο και αποφυλλωτικό, με περιεκτικότητα διοξίνης) που χρησιμοποιήθηκε εκτενώς από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις στον πόλεμο κατά του Βιετνάμ. Σύμφωνα με τις αρχές της χώρας, περίπου 400.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν ή ακρωτηριάστηκαν και 500.000 παιδιά γεννήθηκαν με γενετικές ανωμαλίες, εξαιτίας της χρήσης του.
Μεταξύ και άλλων πειραμάτων που έχουν μεσολαβήσει, το 1994 η εταιρεία παρουσίασε την συνδυαστική αυξητική ορμόνη βοοειδών(rBST). Η Μονσάντο υποσχόταν πως η χορήγηση της ορμόνης σε αγελάδες κάθε δύο εβδομάδες, επρόκειτο να αυξήσει την παραγωγή γάλακτος κατά 20%, παραλείποντας να σημειώσει τις δραματικές αλλαγές που αυτή προκαλεί στις λειτουργίες των ζώων. Από το 2000 η ορμόνη που κυκλοφόρησε η Μονσάντο με την εμπορική ονομασία «Posilac», έχει απαγορευθεί στην Ε.Ε. ενώ μια σειρά ερευνών συνέδεσαν το γάλα «ΒΟΗ» με την πρόκληση του καρκίνου του προστάτη και του στήθους. Στις ΗΠΑ και σε 21 ακόμη χώρες, η χρήση της είναι καθόλα νόμιμη.
Μεταλλαγμένο success story
Δική της εφεύρεση είναι και το παρασιτοκτόνο Roundup (Ράουνταπ, εμπορική ονομασία για το γλυφοσικό οξύ) το οποίο κατέχει ίσως τις περισσότερες πωλήσεις ανά τον κόσμο. Παρά τις δύο καταδικαστικές αποφάσεις για τις διαφημίσεις που υποστήριζαν ότι είναι «βιοδιασπώμενο» και «φιλικό προς το περιβάλλον», το 2009 το 50% των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της Μονσάντο αφορούσαν την γραμμή παραγωγής προϊόντων Ράουνταπ.
Το απαραίτητο συμπλήρωμα του παρασιτοκτόνου της εταιρείας είναι οι μεταλλαγμένοι σπόροι σόγιας που έχουν ειδικά κατασκευαστεί για να αντέχουν στο Ράουνταπ (Roundup-Ready Soybeans, RRS). Σύμφωνα με τη Μονσάντο, η συνδυαστική χρήση των σπόρων με το αντίστοιχο ζιζανιοκτόνο επιτρέπει στους καλλιεργητές να σπείρουν, χωρίς να διατηρήσουν μεγάλες αποστάσεις μεταξύ των φυτών, μεγιστοποιώντας την απόδοση των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Σήμερα στις ΗΠΑ το 90% της καλλιέργειας αραβοσίτου, σόγιας, βαμβακιού, ζαχαρότευτλων και ελαιοκράμβης είναι ανθεκτική στο γλυφοσικό οξύ και επομένως έχει υποστεί γενετική μετάλλαξη.
Η σόγια είναι ένα πιάτο που σερβίρεται κρύο
Στην Ελλάδα η καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων προϊόντων απαγορεύεται βάσει της ελληνικής νομοθεσίας. Ο δούρειος ίππος ωστόσο για την είσοδο της Μονσάντο και άλλων εταιριών βιοτεχνολογίας είναι η εισαγωγή κάθε χρόνο χιλιάδων τόνων μεταλλαγμένης σόγιας.
Η μεταλλαγμένη σόγια χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στην κτηνοτροφία και κυρίως στην εκτροφή πουλερικών και χοιρινών. Λόγω της υψηλής της περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη, που μπορεί να αγγίξει ακόμη και το 40%, γίνεται ανάρπαστη τόσο από κτηνοτρόφους όσο και από μεγάλες εταιρίες παραγωγής ζωικών προϊόντων. Οι εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και συσκευασία γαλακτοκομικών προϊόντων, καθώς επίσης και εγχώριες εταιρίες πουλερικών, χρησιμοποιούν, σύμφωνα με στοιχεία της Greenpeace , μεταλλαγμένη σόγια αφειδώς στην εκτροφή των ζωοειδών.
Εκτός των προβλημάτων υγείας που μπορεί να προκληθούν από την μεταλλαγμένη σόγια ανοίγει και ο κύκλος των μεταλλαγμένων τροφίμων στην Ελλάδα μέσω του ιδιόμορφου πατροναρίσματος των σπόρων. Η συνέχεια της ιστορίας έχει γραφτεί στις χώρες που ήδη έχουν εναρμονιστεί με τον Codex Alimentarius.
Η ντομάτα δεν είναι εφεύρεση
Η «ανάπτυξη» αρχίζει από τη στιγμή που οι σπόροι μεταλλάσσονται, κατοχυρώνονται ως πνευματικά δικαιώματα της εταιρείας, και κλειδώνουν γενετικά αναγκάζοντας τον πληθυσμό να τους αγοράζει κάθε χρόνο ακριβότερα. Η ολοκλήρωση του σχεδίου παίρνει μορφή με την ανάπτυξη της πιο πρόσφατης τεχνολογίας της Μονσάντο, της λεγόμενης πατέντας «Terminator» (εξολοθρευτή). Αυτή η τεχνική εξασφαλίζει τη «στειρότητα» των σπόρων της σόγιας που εμπορεύεται η εταιρεία.
Η πατέντα «Terminator» είναι αποκαλυπτική για τη στρατηγική των αγροβιομηχανικών κολοσσών. Η εταιρεία προσπαθεί να κατοχυρώσει την πατέντα(κατοχύρωση ευρεσιτεχνίας) μιας σειράς φυτών -αλλά και ζώων - που θα έχουν μονοετή διάρκεια έτσι ώστε να μπορεί να ελέγχει την παγκόσμια παραγωγή. Ακόμη κι αν κάποιος αγοράσει μόνο μια φορά τους σπόρους-εξολοθρευτές δε θα μπορεί να τους χρησιμοποιήσει στην επόμενη σπορά αφού εκ κατασκευής τους είναι μίας χρήσης.
Τα μέσα συντήρησης και οι καλλιέργειες περισσότερων από 1,4 δις ανθρώπων απειλούνται με καταστροφή. Αφενός οι ίδιοι οι παραγωγοί θα έχουν νομικές κυρώσεις, αφετέρου η βλάβη στη γη τους και στην ίδια τη βιοποικιλότητα θα είναι ανεπανόρθωτες.
Εν αρχή ην ο σπόρος
«Αν ελέγχουν τον σπόρο, ελέγχουν την τροφή. Το γνωρίζουν, είναι στρατηγικό. Είναι ισχυρότερο από βόμβες και όπλα. Ο καλύτερος τρόπος να ελέγξεις τον παγκόσμιο πληθυσμό.»
Βαντάνα Σίβα-ινδή ακτιβίστρια κατά της παγκοσμιοποίησης
Τροποποιούν τους σπόρους, φτιάχνοντας υβρίδια ώστε να μην μπορούν να αναπαραχθούν οδηγώντας έτσι ολόκληρες κοινότητες, καλλιεργητές και αγρότες στην εξάρτηση από την εταιρεία και στη εγκατάλειψη της αυτονομίας τους.
Εννέα πολυεθνικές αυτή τη στιγμή ελέγχουν το 90% της αγοράς των σπόρων παγκοσμίως. Τα μεγάλα μονοπώλια σπόρων στην Ινδία , εδώ και πολλά χρόνια πουλούν τους σπόρους αυτούς μαζί με τα υπόλοιπα χημικά προϊόντα που τα συνοδεύουν (λιπάσματα, εντομοκτόνα κ.λπ.). Παρά τις υποσχέσεις της Μονσάντο για βελτίωση της παραγωγικότητας των ινδών αγροτών, η χρήση μεταλλαγμένου σπόρου βαμβακιού επέφερε σύντομα προσβολή των φυτών από άλλες ασθένειες, αναγκάζοντας τους καλλιεργητές να προχωρήσουν άμεσα σε ψεκασμούς. Η υπερχρέωση των ινδών αγροτών, οι οποίοι είχαν πάρει δάνεια από τις τράπεζες για την αγορά των ακριβών και θαυματουργών σπόρων, σε συνδυασμό με την περιορισμένη αποδοτικότητά τους, έχει οδηγήσει στην αυτοκτονία πάνω από 270.000 υπερχρεωμένους αγρότες από το 1995.
Δεν υπάρχει επισιτιστική κυριαρχία χωρίς την κυριαρχία των σπόρων και δεν νοείται ελευθερία τροφίμων χωρίς την ελευθερία των σπόρων. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που χρησιμοποιεί και επιβάλλει το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο είναι ο φασισμός των πολυεθνικών χωρίς σβάστικα, χωρίς εθνικά σύμβολα, χωρίς περιφραγμένα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Φασισμός με μπόλικη επίφαση επιλογής.
Η μη βιώσιμη ανάπτυξη του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου δημιουργεί τη βία της οικολογικής καταστροφής, της φτώχειας, της εξαθλίωσης και των διωγμών ολόκληρων ιθαγενών πληθυσμών, τη βία της εξουσίας του χρήματος μέσω της ιδιοποίησης των φυσικών πόρων της γης. Το να αξιώνει κανείς δικαίωμα ιδιοκτησίας της ίδιας της Ζωής αναδεικνύει την απληστία ενός συστήματος και θέτει για άλλη μια φορά σε αμφισβήτηση τα κίνητρα περί εξάλειψης του υποσιτισμού όταν υπάρχει επιπλέον τροφή ικανή να θρέψει 70% περισσότερων ανθρώπων από τον σημερινό πληθυσμό της Γης.
Αλήθεια, τι γεύση έχει ο καπιταλισμός;